σπερμοφόρος

σπερμοφόρος
σπερμο-φόρος, ον,
A bearing seed. Id.CP 1.21.1, AP6.104 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπερμοφόρος — bearing seed. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμοφόρος — ο / σπερμοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α Ν νεοελλ. σπερματοφόρος αρχ. 1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα 2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους 3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

  • σπερμοφόρον — σπερμοφόρος bearing seed. masc/fem acc sg σπερμοφόρος bearing seed. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμοφόρα — σπερμοφόρος bearing seed. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματοφόρος — και σπερμοφόρος, α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. βιολ. αυτός που φέρει ή παράγει σπέρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το σπερματοφόρο ζωολ. κέλυφος που περικλείει τα σπερματοζωάρια σε ορισμένα ασπόνδυλα και στους τρίτωνες 3. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο… …   Dictionary of Greek

  • σπερμοφορώ — έω, Α [σπερμοφόρος] (για φυτό) φέρω σπέρμα, περιέχω σπόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”